Δράμια

Δράμια
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 258 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργιούπολης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκατοστάρικος — η, ο και κατοστάρικος, η, ο 1. (για δοχεία) αυτός που έχει χωρητικότητα εκατό μονάδες όγκου 2. αυτός που χωρά ή ζυγίζει εκατό δράμια 3. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστάρικο το εκατοστάρι …   Dictionary of Greek

  • εφτακοσάρα — η [εφτακόσιοι] 1. ποσό επτακοσίων μονάδων 2. μηχανή οχήματος (και ειδικά μοτοσυκλέτας) επτακοσίων κυβικών 3. φιάλη που χωρεί επτακόσια γραμμάρια (παλαιότερα: δράμια) υγρού …   Dictionary of Greek

  • οκά — η παλαιά μονάδα βάρους στερεών και υγρών η οποία υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια, ισοδυναμούσε με 1.282 γραμμάρια και ίσχυσε στην Ελλάδα μέχρι τις 31 Μαρτίου 1959, οπότε αντικαταστάθηκε με το χιλιόγραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. okka] …   Dictionary of Greek

  • πενηνταράκι — το [πενηντάρι] 1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας ίσο με πενήντα δράμια υγρού, αλλ. πενηντάρι 2. μεταλλικό κέρμα αξίας πενήντα λεπτών, το μισό τής δραχμής …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

  • χιλιάρα — η, Ν 1. (παλαιότερα) φιάλη που χωρούσε χίλια δράμια 2. μοτοσυκλέτα χιλίων κυβικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα, πεντ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • Υδραμία — Αρχαία πόλη στη βόρεια πλευρά της Ν. Κρήτης, που αναφέρεται από τον Ξενίωνα. Πρόκειται για το σημερινό ύφορμο Δράμια στον κόλπο του Αλμυρού, όπου και το ομώνυμο χωριό. Εκεί βρισκόταν η μονή του Άγιου Γεώργιου, άλλοτε εξάρτημα της μονής Μυριοφύτων …   Dictionary of Greek

  • (ε)κατοστάρι — το 1. παλαιότερο χαρτονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, το (ε)κατοστάρικο. 2. ποσότητα υγρού που ζύγιζε εκατό δράμια καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το (ε)κατοσταράκι: Γκαρσόν, ένα κατοστάρι στα δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλιάρα — η φιάλη που χωράει χίλια δράμια: Ήπιαν μια χιλιάρα κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”